Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Φωτης Κοντογλου: Η Πονεμενη Ρωμιοσυνη



Η Πόλις εάλω!

«... κ’ η καστρόπορτα άνοιξε, κ’ η μερμηγκιά χύμηξε μέσα με φοβερή οχλοβοή.
Εκείνη την ώρα ακούστηκε μια φωνή: «Η Πόλη πάρθηκε!»
Ο δυστυχής βασιλέας κέντησε τ’ άλογό του κ’ έδραμε κατά το μέρος που γινότανε ο θρήνος, κράζοντας και δίνοντας θάρρος στους δικούς του. Μα το τουρκομάνι φούσκωνε ολοένα κι άμπωχνε μπροστά του τους λιγοστούς χριστιανούς.
Τότες ο Κωνσταντίνος έπεσε μέσα στο πλήθος σαν λέοντας, με το σπαθί στο χέρι, κ’ έτρεχε σαν ποταμός το αίμα από τα χέρια κι από τα ποδάρια του. Από τα δεξιά του πολεμούσε ο Δον Φραγκίσκος ο Τολεδιάνος, και σαν τον αϊτό λιάνιζε τους οχτρούς με το στόμα και με τα νύχια. Κι ο Θεόφιλος ο Παλαιολόγος, σαν είδε τον βασιλέα ματωμένον, φώναξε κλαίγοντας: «Θέλω να πεθάνω! Δεν θέλω να ζήσω!» και ρίχτηκε μέσα στους Τούρκους βαρώντας με το σπαθί του. Κι ο Γιάννης ο Δαλμάτης βρέθηκε εκεί πέρα, και πολεμούσε σαν λεοπάρδαλος.
Τρεις φορές αμπώξανε τους Τούρκους αυτοί οι γενναιόκαρδοι άντρες, μα στο τέλος σκοτωθήκανε, και τα κορμιά τους βουλιάξανε μέσα στ’ ανθρωπομάνι. Μαζί τους πολεμήσανε και σκοτωθήκανε κι άλλοι στρατιώτες χριστιανοί, και παραδώσανε την ψυχή τους για την πίστη του Χριστού, κοντά στην πόρτα του Αγίου Ρωμανού, την Τρίτη το πρωΐ, 29 Μαΐου 1453. Εκεί παράδωσε την ψυχή του κι ο μάρτυρας βασιλιάς, κράζοντας με δάκρυα: «Δεν υπάρχει χριστιανός να κόψει την κεφαλή μου;»
Την ώρα που γινότανε στην καστρόπορτα του Ρωμανού αυτός ο θρήνος, μέσα η πολιτεία ήτανε έρημη, γιατί οι άνθρωποι είχανε κλειστεί στα σπίτια από την τρομάρα τους. Μέσα στα βουβά μεϊντάνια και στους δρόμους ακουγότανε μοναχά η φωνή: «Η Πόλη πάρθηκε!», «Η Πόλη πάρθηκε!» - κι από τον αντίλαλο παραλύνανε τα γόνατα από την τρομάρα. Πολλοί τρελλαθήκανε ακούγοντας αυτή τη φωνή να κράζει με θρήνο: «Η Πόλη πάρθηκε!», «Η Πόλις εάλω!»
 Φώτης Κόντογλου
Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη

Η Aλωση της Κωνσταντινουπολης. (η πολις εαλω)



Η Κεντρικη Επιτροπη Εξετασεων αποφασισε να βαθμολογηθει κανονικα το ερωτημα Γ4 της φυσικης κατευθυνσης.


Η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων, ως αρμόδιο όργανο για την επιλογή των θεμάτων και τη διασφάλιση ενιαίων κριτηρίων αξιολόγησης, συνήλθε σήμερα, Δευτέρα 28-5-2012, προκειμένου να αποφασίσει οριστικά για τη βαθμολόγηση στο μάθημα της Φυσικής Θετικής και Τεχνολογικής Κατεύθυνσης.
 Μετά την ολοκλήρωση της πειραματικής βαθμολόγησης και τη διαπίστωση ότι η ελλιπής διατύπωση του ερωτήματος Γ4 δεν επηρέασε την απόδοση των υποψηφίων, η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων έλαβε την εξής απόφαση: Να βαθμολογηθεί κανονικά το ερώτημα Γ4 και η κατανομή των μονάδων στο θέμα αυτό να είναι εκείνη που δόθηκε αρχικά.
 Σημειώνεται ότι η βαθμολόγηση των γραπτών στα Βαθμολογικά Κέντρα αρχίζει σήμερα, μετά την αποστολή της Οδηγίας. Όσο για τους έχοντες ήδη εξεταστεί προφορικά (υποψήφιοι με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες), ισχύει η αρχική βαθμολόγηση.

ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ



Οδυσσεα Ελυτη: ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ


 
Ι
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη λύπη του
Μακριά του κόσμου, που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου.
Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που, δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ, κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα.
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώπους
κι έβγανε απ' όλους Έναν που του χαμογελούσε, τον Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε.
Πρόσεχε, να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα, έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια.
Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει!
Νέος ακόμα, είχε δει στους ώμους των μεγάλων, τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν.
Και μια νύχτα θυμάται, σ' ώρα μεγάλης τρικυμίας, βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο,
που θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί!
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

II
Θεέ μου και τώρα τι που 'χε με χίλιους να παλέψει, χώρια με τη μοναξιά του,
ποιός αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι;
Που όλα του τα 'χαν πάρει και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το
τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο,
να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό, σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι.
Και μια φούχτα λουίζα, που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει
(πως κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη
θάλασσα...)

Μεσημέρι από νύχτα και μήτ' ένας πλάι του. Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές,
που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως!
Και αντίκρυ σ' όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του...
«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε μες στο σωρό,
σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη.
Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα να τον κυριεύει...

III
Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή, ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα,
οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ' τα γεράνια
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες, έφταναν κάθε φορά
και πιο ψηλά στ' ασήμια, που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι' άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα.
Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών,
σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια
Του 'φερναν, ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα, να καταποντίζονται
πλώρες μαύρων καραβιών, τ' αρχαία και καπνισμένα ξύλα, όθε με στυλωμένο μάτι
ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα, σωρός τα χτίσματα
μικρά μεγάλα, θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα!
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος

Αυτός
ο τελευταίος Έλληνας!