Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

''EΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΜΕΝΟΙ''


Κατάθεση ψυχής! Ένα συγκλονιστικό κείμενο του Αλκίνοου Ιωαννίδη, στο προσωπικό του blog για το νέο δράμα που περνάει η πατρίδα του η Κύπρος! Αξίζει να διαβαστεί από όλους!

Το άρθρο που έχει τον τίτλο «Ελεύθεροι Κατακτημένοι» αναφέρει τα εξής:
«Δεν θα πω για τους άλλους. Λίγο με ενδιαφέρει η ποιότητα και η στάση τους σε τέτοιες στιγμές. Ούτε και περίμενα καλύτερη αντιμετώπιση. Όσο και να τους βρίσω, χαϊδεύω τα αυτιά μας και τίποτα δεν αλλάζει. Θα πω για εμάς, και συγχωρήστε με:
Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.
Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλύνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων. Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων κι ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει.
Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης. «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια. Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας!
Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν;
Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα. Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε.
Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.
Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα.
Να πάει στο καλό τέτοιος εαυτός, να μην ξανάρθει. Καθόλου μην τον κλάψουμε, καθόλου μη μας λείψει. Στον αγύριστο!
Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε;
Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας, που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»;
Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο»!